- ακριτόφυλλος
- ἀκριτόφυλλος, -ον (Α)αυτός που έχει αναρίθμητα φύλλα, ο πυκνόφυλλος«ἀκριτόφυλλον ὄρος» (Όμ. Β. 868).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυλλος < φύλλον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκριτόφυλλον — ἀκριτόφυλλος of undistinguishable masc/fem acc sg ἀκριτόφυλλος of undistinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek